- Οστρογότθοι
- (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε σε ανατολικούς (Οστρογότθους) και σε δυτικούς Γότθους (Βησιγότθους). Η επαφή των βαρβάρων αυτών με τις εστίες πολιτισμού, που βρίσκονταν στις βόρειες ακτές της Μαύρης θάλασσας, και με τις ρωμαϊκές επαρχίες της Βαλκανικής χερσονήσου, καθώς και ο εκχριστιανισμός τους κυρίως τον 4o αι. από τον αρειανό Ουλφίλα, τους επηρέασαν ευνοϊκά. Έτσι, όταν αργότερα εμφανίζονται στη δυτική Ευρώπη, έχουν κάποια διαφορά πολιτισμού σε σχέση με υπόλοιπα γερμανικά φύλα. Η εισβολή των Ούννων από την Ασία στην Ευρώπη (περίπου το 390) είχε ως αποτέλεσμα την υποταγή των Ο. –που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν το ουννικό κύμα– και τη φυγή των Βησιγότθων, που έντρομοι ζήτησαν την άδεια να διαβούν τον Δούναβη και να εγκατασταθούν στο ρωμαϊκό έδαφος. Η διάλυση του ουννικού κράτους, μετά τον θάνατο του Αττίλα (453), έδωσε τη δυνατότητα στους υποτελείς του Ο. να καταλάβουν την Παννονία (σημερινή Ουγγαρία), χώρα που κατείχαν οι Ούννοι, και να έρθουν σε σχέσεις με το Βυζάντιο, που τους παρείχε και χρηματικές χορηγίες σε αντάλλαγμα στρατιωτικών υπηρεσιών. Με την πάροδο του χρόνου οι Ο. γίνονται απαιτητικότεροι και απειλητικότεροι. Ακολουθεί περίοδος καταστρεπτικών επιδρομών εναντίον του Βυζάντιου και ιδιαίτερα εναντίον της Μακεδονίας, που λήγει μόνο όταν ο Ζήνων, για να απαλλαγεί από την οστρογοτθική μάστιγα, αναθέτει (489) στον αρχηγό των Ο. Θεοδώριχο να καταλάβει την Ιταλία που κατείχε ο Γερμανός Οδόακρος. Το οστρογοτθικό κράτος, με κέντρο τη Ραβένα, που ιδρύει ο Θεοδώριχος στην Ιταλία, έπειτα από αγώνα 4 ετών, θα καταλύσει ο Ιουστινιανός με τους περίφημους ιταλικούς πολέμους (535-555) που καταλήγουν στην εξαφάνιση του οστρογοτθικού στοιχείου. Στους πολέμους αυτούς διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους οι αρχηγοί των Ο. Τωτίλας και Τείας.
Ο βασιλιάς των Οστρογότθων Θεοδώριχος, ανάγλυφο σε ορειχάλκινο μετάλλιο, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
* * *οιο δεύτερος από τους δύο κλάδους τού παλαιού ισχυρού γερμανικού λαού τών Γότθων, οι οποίοι κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα διακρίθηκαν σε Βησιγότθους και Οστρογότθους και συνετέλεσαν στην κατάλυση τού ρωμαϊκού κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερολατ. Ostrogothi, λ. γερμανικής προελεύσεως (πιθ. < αρχ. σκανδιναβικό austr «ανατολικός» + Γότθοι)].
Dictionary of Greek. 2013.